ΜΙΕΖΑ
Θυγατέρα και αδερφή ποτάμιων θεών, σύμφωνα με τον αρχαίο μύθο, η Μίεζα είναι κτισμένη στους καταπράσινους πρόποδες του Βερμίου Όρους, μεταξύ δύο βασιλικών πόλεων, των Αιγών και της Πέλλας, και της αδελφής της, μητροπόλεως Βεροίας. Οι αρχαίες γεωγραφικές πηγές (Πτολεμαίος, Στράβων, Πλίνιος ο πρεσβύτερος) την κατατάσσουν ανάμεσα στις σημαντικότερες μακεδονικές πόλεις. Η Μίεζα γίνεται διάσημη χάρη στον Πλούταρχο που αναφέρει ότι εδώ ήταν ο τόπος, όπου ο Αριστοτέλης δίδαξε τον Αλέξανδρο και τους βασιλικούς παίδες.
Το μνημειακό συγκρότημα του αρχαίου Γυμνασίου και του Θεάτρου βρίσκεται στην εκτός των τειχών περιοχή, νοτίως του άστεως, και η ίδρυση του χρονολογείται στα χρόνια του Φιλίππου του Β΄ (359-336 π.Χ.). Με ένα μεγάλο περιστύλιο-παλαίστρα, με επιβλητικές δωρικές στοές, ανδρώνες και ψηφιδωτά, το γυμνάσιο με συνολική έκταση που έφτανε τα 30 στρέμματα αποτελεί το μεγαλύτερο και πολυτελέστερο αρχαίο ίδρυμα που είναι μέχρι σήμερα γνωστό στη Μίεζα. Το επιβλητικό μέγεθος, η αρχιτεκτονική του κτιρίου που παραπέμπει στο αρχέτυπο όλων των περιστυλίων, το ανάκτορο των Αιγών, καθώς και η άμεση συνάφεια του με το θέατρο, όπως επίσης και το γεγονός ότι τα γυμνάσια και τα θέατρα, οπουδήποτε στην οικουμένη, συστήνουν την ελληνική πόλη οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η θρυλική Σχολή Αριστοτέλους υπήρξε αυτό ακριβώς το μνημειακό συγκρότημα.
Όπως σε κάθε πόλη του πυρήνα του μακεδονικού βασιλείου, ο πολιτικός χώρος του ανθρώπινου βίου οργανώνεται από το άστυ, το τειχισμένο κέντρο της πόλεως (Τσιφλίκι), και την χώραν, την ύπαιθρο που το περιβάλλει με τις αγροτικές εγκαταστάσεις και τα υπαίθρια ιερά.
Στην υστεροελληνιστική φάση του άστεως ανήκει η οικία με τα ψηφιδωτά στα δυτικά του αρχαίου θεάτρου (αγρός Βαλαβάνη), ενώ και στις υπώρειες της σύγχρονης πόλης της Νάουσας (θέση Μπαλτανέτο) ανασκάφτηκε αγροικία των αυτοκρατορικών χρόνων. Οι αγροικίες αποτελούν αυτόνομες και αυτάρκεις παραγωγικές μονάδες, που περιλαμβάνουν πολυτελείς κατοικίες με λουτρά και ψηφιδωτά δάπεδα, αποθήκες στάβλους, βιοτεχνικές και εργαστηριακές μονάδες. Από κτήριο ρωμαϊκών χρόνων στην περιοχή του Κοπανού, που εντοπίστηκε το 1950, προέρχεται ενεπίγραφη ρωμαϊκή προτομή (2ος αι. μ.Χ.) του ποτάμιου θεού Όλγανου, ο οποίος πιθανότατα λατρευόταν σε τοπικό ιερό.
Τα αρχαιότερα κατάλοιπα της ανθρώπινης παρουσίας στην περιοχή της μετέπειτα πόλεως χρονολογούνται στην ύστερη Εποχή του Χαλκού. Νεκροταφεία που χρονολογούνται στην πρώιμη εποχή του σιδήρου και στα αρχαϊκά/κλασικά χρόνια δηλώνουν τη συνέχεια της κατοίκησης.
Οι πρώτες μνημειακές ταφικές κατασκευές, με τη χαρακτηριστική μορφή των Μακεδονικών τάφων, ιδρύονται την εποχή της επιστροφής των παλαιμάχων της εκστρατείας του Αλέξανδρου (τελευταίες δεκαετίες 4ου αι. π.Χ.). Ένας από αυτούς υπήρξε και ο επιφανής Μιεζαίος Πευκέστας, τριήραρχος του στόλου του Αλέξανδρου και διοικητής της Περσίας. Τα νεκροταφεία της αρχαίας Μίεζας οργανώνονται γύρω από δύο βασικούς οδικούς άξονες: έναν με κατεύθυνση Δ-Α που οδηγεί προς το άστυ της αρχαίας πόλεως και στη συνέχεια προς την Πέλλα, και έναν με κατεύθυνση Β-Ν που οδηγεί προς την Βέροια και τις Αίγες. Οι μακεδονικοί τάφοι της “Κρίσεως”, των “Ανθεμίων», του Kinch και ο τάφος των Λύσωνος και Καλλικλή ιδρύονται κατά μήκος του πρώτου, ενώ ο λαξευτός θαλαμωτός τάφος ο λεγόμενος “Tάφος των Aθλητών” ιδρύεται στην περιοχή του δεύτερου.
Νυμφαίο Μίεζας
Τόπος δροσερός και σκιερός, το Νυμφαίο είναι ήδη από τα χρόνια του Πλουτάρχου (1ος-2ος αι. μ.Χ.) ένα αξιοθέατο που συνδέεται στη μνήμη των Μιεζαίων με τις μορφές δύο διασημοτήτων του Μεγάλου Αλεξάνδρου και του Αριστοτέλη. Βρίσκεται δυτικά της αρχαίας πόλης και των νεκροταφείων της, στη θέση «Ισβόρια», μέσα σε ένα καταπράσινο φυσικό περιβάλλον με διαυγείς πήγες, μικρά σπήλαια και οργιώδη βλάστηση, τον ιδανικό τόπο κατοικίας και λατρείας των Νυμφών.
Ο χώρος είχε, αρχικά, χρησιμοποιηθεί ως λατομείο πωρολίθου. Αναδιαμορφώνεται στο β΄ μισό του 4ου αι. π.Χ., και με την προσθήκη μίας μικρής στοάς αποκτά χαρακτηριστικά ιερού, αφιερωμένο στις Νύμφες. Οι αετωματικές επιστέψεις των εισόδων των σπηλαίων, καθώς και οι κατασκευές στο εσωτερικό τους υπογραμμίζουν τον λατρευτικό χαρακτήρα και τεκμηριώνουν τις τελετουργικές δραστηριότητες.
Το θέατρο της Μίεζας
Το αρχαίο θέατρο της Μίεζας εντοπίστηκε το 1992 και ανασκάφθηκε σταδιακά από το 1993 και μετέπειτα. Οι εργασίες συντήρησης και αποκατάστασής του υλοποιήθηκαν σε δύο περιόδους (2007-2008 και 2011-2014) στο πλαίσιο του Γ΄ ΚΠΣ και του ΕΣΠΑ. Έκτοτε κάθε χρόνο, το καλοκαίρι, ζωντανεύει με ποικίλες κατά προορισμό εκδηλώσεις και παραστάσεις.
Με τις αρχαιολογικές έρευνες αποδείχθηκε η ύπαρξη τριών κατασκευαστικών φάσεων. Η παλαιότερη και σύγχρονη με το γυμνάσιο φάση χρονολογείται στην ύστερη κλασική/πρώιμη ελληνιστική εποχή (β΄ μισό 4ου αι. π.Χ.).
Το θέατρο στη σημερινή του μορφή ανήκει στην τρίτη και τελευταία φάση του 2ου αι. μ.Χ. Πρόκειται για ένα μεγάλο σχετικά θέατρο με ορχήστρα διαμέτρου 22 μ., που είναι κτισμένο στην πλαγιά ενός χαμηλού λόφου με θέα τον κάμπο. Το λαξευμένο στο φυσικό πωρόλιθο κοίλο έχει πέντε κερκίδες, ενώ από τις αρχικά 19 σειρές εδωλίων σώζονται σήμερα οι επτά. Το σκηνικό οικοδόμημα, που βρισκόταν στα ανατολικά της ορχήστρας, διαμόρφωναν το προσκήνιο, το κτήριο της σκηνής και δύο παρασκήνια. Τον 4ο αι. μ.Χ., μετά την εγκατάλειψη του θεάτρου, ο χώρος χρησιμοποιείται ως λατομείο για την εξόρυξη πωρολίθου και νεκροταφείο.
Μακεδονικός τάφος της Κρίσεως
Από τους καλύτερα διατηρημένους μακεδονικούς τάφους, που έχουν έλθει στο φως μέχρι σήμερα, είναι αυτός της Κρίσεως, ένα από τα σημαντικότερα ταφικά μνημεία της αρχαίας Μίεζας, κατασκευασμένος στην πορεία του αρχαίου δρόμου που ένωνε την πόλη με την Πέλλα. Οφείλει την ονομασία του στη μοναδική για την αρχαία τέχνη ζωγραφική παράσταση που τον διακοσμεί και έχει ως θέμα την Κρίση του νεκρού. Χρονολογείται στο τελευταίο τέταρτο του 4ου αι π.Χ. και ξεχωρίζει ανάμεσα στους μακεδονικούς τάφους για τις μνημειώδεις διαστάσεις του και την επιβλητική του πρόσοψη, όπου συνδυάζονται ο δωρικός και ο ιωνικός ρυθμός.
Στο κάτω τμήμα της πρόσοψης, ανάμεσα στους δωρικούς ημικίονες, παριστάνεται, σχεδόν σε φυσικό μέγεθος, ο ψυχοπομπός Ερμής που οδηγεί τον νεκρό στους Κριτές του Κάτω Κόσμου, Αιακό και Ραδάμανθυ. Η ζώνη με τα τρίγλυφα και τις μετόπες, όπου παριστάνεται Κενταυρομαχία, η ιωνική ζωφόρος με ανάγλυφες σκηνές μάχης και τα επτά εικονικά παράθυρα συμπληρώνουν την εντυπωσιακή πρόσοψη του ταφικού οικοδομήματος στο πάνω μέρος.
Μακεδονικός τάφος Ανθεμίων
Από τα λαμπρότερα και καλύτερα διατηρημένα μνημεία της αρχαίας Μίεζας είναι ο μακεδονικός τάφος των Ανθεμίων του 3ου αι. π.Χ. Κατασκευάσθηκε, όπως ο τάφος της Κρίσεως και ο τάφος του Kinch, στην πορεία του αρχαίου δρόμου που ένωνε τη Μίεζα με την Πέλλα.
Ο τάφος των Ανθεμίων είναι διθάλαμος με ιωνική πρόσοψη. Τα άκρα του αετώματος κοσμούνται με τρία μεγάλα, ζωηρά χρωματισμένα ανθέμια, στα οποία οφείλει το όνομά του. Στο τύμπανο του αετώματος παριστάνεται ζωγραφικά ζευγάρι ώριμης ηλικίας σε ανάκλιντρο συμποσίου. Εντυπωσιακή είναι επίσης η τοιχογραφία της οροφής του προθαλάμου με ανθέμια και νερολούλουδα. Στον εσωτερικό θάλαμο, οι τοίχοι του οποίου είναι βαμμένοι με μαύρο και κόκκινο χρώμα, διαθέτει κτιστό θρανίο και λίθινη ταφική θήκη για το αγγείο ή τη λάρνακα που περιείχε τα καμένα οστά του νεκρού.